- περιπνείω
- Α(ποιητ. τ.) βλ. περιπνέω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπνέω — και ποιητ. τ. περιπνείω Α 1. πνέω, φυσώ γύρω από κάτι, ολόγυρα («Μακάρων νᾱσον αὖραι περιπνέοισι», Πίνδ.) 2. αναδίδω οσμή από όλες τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πνέω «φυσώ»] … Dictionary of Greek